- αμνηστεύσιμος
- -η, -ο [αμνηστεύω]1. ο άξιος να αμνηστευθεί, να τύχει αμνηστίας2. αυτός που βάσει ειδικού νόμου είναι δυνατό να αμνηστευθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμνηστεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να αμνηστευθεί: Νομίζω πως και η πράξη σου αυτή είναι αμνηστεύσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek
αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] … Dictionary of Greek